- μεταψηφίζω
- μεταψηφίζω (Α)(το παθ.) μεταψηφίζομαιμεταβιβάζομαι, μεταφέρομαι σε άλλον με ψήφισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταψηφιζόμεθα — μεταψηφίζω transfer by decree pres ind mp 1st pl μεταψηφίζω transfer by decree imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταψηφίζεσθαι — μεταψηφίζω transfer by decree pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταψηφίσασθαι — μεταψηφίζω transfer by decree aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)